ἡλοκόπος: Difference between revisions

16
(6_14)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλοκόπος''': ὁ, ([[κόπτω]]) [[σιδηρουργός]] κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.
|lstext='''ἡλοκόπος''': ὁ, ([[κόπτω]]) [[σιδηρουργός]] κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡλοκόπος]], ὁ (Α), [[σιδηρουργός]] που κατασκευάζει καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] «[[κοπή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρο</i>-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
}}
}}