ἡλοκόπος

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλοκόπος Medium diacritics: ἡλοκόπος Low diacritics: ηλοκόπος Capitals: ΗΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēlokópos Transliteration B: hēlokopos Transliteration C: ilokopos Beta Code: h(loko/pos

English (LSJ)

ὁ, (κόπτω) nail-smith, BGU1028.19 (ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133; = Lat. clavarius, clavifixor, clavorum faber, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1163] ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοκόπος: ὁ, (κόπτω) σιδηρουργός κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυροκόπος, ξυλοκόπος.