ψίαθος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψίᾰθος''': ἡ (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ). | |lstext='''ψίᾰθος''': ἡ (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />natte de jonc <i>ou</i> de roseau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. emprunté. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ἡ (also ὁ, read by Callistr. in Ar.Ra.567, cf. Sch. ad loc. (575)), also ψίεθος, Antig.Mir.97, Ostr.Bodl. iii 228 (i A. D.), etc. (condemned by Phryn.281):—
A a rush-mat, used for sleeping on, Hesperia 5.382 (Athens, v. B.C.), Ar.Ra.567, Lys.921, Arist.HA559b3, Thphr. HP4.8.4, 9.4.4; ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, prov. of persons in like condition, bedfellow, Com.Adesp.789 (anap. (?)); Dor. pl. acc. ψιάθως Ar.Ach.874. II blind, Apollod.Poliorc.169.6. III perh. sack, χόρτου πλήρης Sor.1.83; used for carriage of wool or stone, PCair.Zen.430, 518 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, seltener ὁ, ion. ψίεθος, Decke von Binsen, Rohr, Binsenmatte, Matratze; Ar. Ran. 567 Lys. 921. 925; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψίᾰθος: ἡ (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, πλέγμα ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ φορμός (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς στρῶμα ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ ὁμόκοιτος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψίαθος· ἡ χαμεύνη, καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ λέξις εἶναι Αἰγυπτιακὴ).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
natte de jonc ou de roseau.
Étymologie: DELG terme techn. emprunté.