3,274,919
edits
(13_2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ἡ, seltener ὁ, ion. [[ψίεθος]], Decke von Binsen, Rohr, Binsenmatte, Matratze; Ar. Ran. 567 Lys. 921. 925; Theophr. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ἡ, seltener ὁ, ion. [[ψίεθος]], Decke von Binsen, Rohr, Binsenmatte, Matratze; Ar. Ran. 567 Lys. 921. 925; Theophr. u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψίᾰθος''': ἡ (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ). | |||
}} | }} |