καίατα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_4)
(18)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καίατα''': «ὀρύγματα. ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία» Ἡσύχ.
|lstext='''καίατα''': «ὀρύγματα. ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καίατα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀρύγματα ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[καιάδας]].
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1293] τά, nach Hesych. = ὀρύγματα, Erdschlund, s. καιάδας. Vgl. κύαρ.

Greek (Liddell-Scott)

καίατα: «ὀρύγματα. ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καίατα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρύγματα ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καιάδας.