δορυμανής: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_7)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορῠμᾰνής''': -ές, ὁ μαινόμενος ἐπὶ τῷ δόρατι, ὁ μανιωδῶς ἀγαπῶν τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 485.
|lstext='''δορῠμᾰνής''': -ές, ὁ μαινόμενος ἐπὶ τῷ δόρατι, ὁ μανιωδῶς ἀγαπῶν τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 485.
}}
{{pape
|ptext== [[δοριμανής]].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

δορῠμᾰνής: -ές, ὁ μαινόμενος ἐπὶ τῷ δόρατι, ὁ μανιωδῶς ἀγαπῶν τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 485.

German (Pape)

δοριμανής.