3,241,406
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμιαίνω''': ἐντελῶς [[μιαίνω]], [[καταμολύνω]], [[καταρρυπαίνω]], (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ [[μιαίνω]].)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς [[σημεῖον]] λύπης, θλίψεως, φορῶ «[[πένθος]]», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ [[σῶμα]] τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ [[ἄνθρωπος]] καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν. | |lstext='''καταμιαίνω''': ἐντελῶς [[μιαίνω]], [[καταμολύνω]], [[καταρρυπαίνω]], (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ [[μιαίνω]].)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς [[σημεῖον]] λύπης, θλίψεως, φορῶ «[[πένθος]]», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ [[σῶμα]] τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ [[ἄνθρωπος]] καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=prendre des vêtements sales <i>ou</i> sombres en signe de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μιαίνω]]. | |||
}} | }} |