καταμιαίνω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμῐαίνω Medium diacritics: καταμιαίνω Low diacritics: καταμιαίνω Capitals: ΚΑΤΑΜΙΑΙΝΩ
Transliteration A: katamiaínō Transliteration B: katamiainō Transliteration C: katamiaino Beta Code: katamiai/nw

English (LSJ)

defile, ψεύδεσιν -μιάναις γένναν Pi.P.4.100; [τὰ καλά] Pl.Lg.937d; τὸ φῶς Luc.Cat.27:—Pass., wear squalid garments as a sign of grief, Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 1364] beflecken, verunreinigen; μὴ ψευδέσιν καταμιάναις γένναν Pind. P. 4, 100; Plat. Legg. XI, 937 d; Sp., τὸ φῶς μου πάντα τρόπον κατεμίαινε Luc. Catapl. 27. – Bei Her. 6, 58 heißt es, daß beim Tode eines Königs in Sparta ἀνάγκη ἐξ οἰκίης ἑκάστης ἐλευθέρους δύο καταμιαίνεσθαι, ἄνδρα τε καὶ γυναῖκα, entweder zum Zeichen der Trauer dunkle Kleider anlegen, oder sich mit Staub beschmutzen.

French (Bailly abrégé)

prendre des vêtements sales ou sombres en signe de deuil.
Étymologie: κατά, μιαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μιαίνω bezoedelen, bevuilen; med.: zich met as vuil maken (teken van rouw).

Russian (Dvoretsky)

καταμιαίνω:
1 пятнать, марать, осквернять (ψευδέσι γένναν Pind.; τὰ καλὰ ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ Plat.; τὸ φῶς, sc. τοῦ λύχνου Luc.);
2 надевать траурные одежды, med.-pass. облекаться в траур Her.

English (Slater)

καταμῐαίνω befoul “ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιναις εἰπὲ γένναν” (P. 4.100)

Greek Monolingual

καταμιαίνω (AM)
1. μολύνω, μιαίνω εντελώς, καταρρυπαίνω
2. παθ. καταμιαίνομαι
φορώ ρυπαρά ιμάτια ως σημείο θλίψης ή πένθους.

Greek Monotonic

καταμιαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καταρρυπαίνω, καταμολύνω, σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως ένδειξη πένθους, φορώ πένθος (πρβλ. Λατ. sordidatus), σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμιαίνω: ἐντελῶς μιαίνω, καταμολύνω, καταρρυπαίνω, (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ μιαίνω.)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς σημεῖον λύπης, θλίψεως, φορῶ «πένθος», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ ἄνθρωπος καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν.

Middle Liddell

fut. -ᾰνῶ
to taint, defile, Pind., Plat.:— Pass. to wear squalid garments as a sign of grief, wear mourning (cf. Lat. sordidatus), Hdt.