δίεμαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίεμαι''': μέσ., [[σπεύδω]], [[φεύγω]], ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... [[δίεσθαι]], δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε [[διαπράσσω]]. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, [[ὅπερ]] ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ [[ἐνδίημι]]· ἴδε ἐν λ. δίω).
|lstext='''δίεμαι''': μέσ., [[σπεύδω]], [[φεύγω]], ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... [[δίεσθαι]], δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε [[διαπράσσω]]. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, [[ὅπερ]] ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ [[ἐνδίημι]]· ἴδε ἐν λ. δίω).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. 1ᵉ sg. et 3ᵉ pl.</i> [[δίενται]];<br /><b>1</b> s’enfuir : πεδίοιο IL à travers la plaine;<br /><b>2</b> s’enfuir par crainte ; craindre de, inf..<br />'''Étymologie:''' DELG vieux verbe apparenté à [[διώκω]].
}}
}}