Anonymous

δίεμαι: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] s. [[δίημι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] s. [[δίημι]].
}}
{{ls
|lstext='''δίεμαι''': μέσ., [[σπεύδω]], [[φεύγω]], ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... [[δίεσθαι]], δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε [[διαπράσσω]]. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, [[ὅπερ]] ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ [[ἐνδίημι]]· ἴδε ἐν λ. δίω).
}}
}}