3,274,216
edits
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῑτισμός''': ὁ, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων, ἀποφεύγων τὰ πολιτικὰ πράγματα, Διογ. Λ. 4. 39. | |lstext='''πολῑτισμός''': ὁ, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων, ἀποφεύγων τὰ πολιτικὰ πράγματα, Διογ. Λ. 4. 39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών υλικών και πνευματικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν μια κοινωνική [[ομάδα]] ή ένα [[έθνος]], η συνολική κοινωνική [[κληρονομιά]] μιας ομάδας ανθρώπων ή του ανθρώπινου είδους ως συνόλου, [[δηλαδή]] η [[γλώσσα]], οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα έθιμα, οι κώδικες συμπεριφοράς και ηθικής, οι θεσμοί και οι μορφές οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, η [[τέχνη]] και η πνευματική [[δημιουργία]] γενικότερα, [[καθώς]] και τα εργαλεία, τα [[μέσα]] παραγωγής, η [[τεχνική]] και η [[τεχνολογία]], [[κληρονομιά]] της οποίας η [[συνέχεια]] και η [[ανάπτυξη]] εξαρτώνται από την [[ικανότητα]] του ανθρώπου να μαθαίνει και να μεταβιβάζει τις γνώσεις του στις επόμενες γενεές<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της συμπεριφοράς ενός ατόμου τα οποία το διαφοροποιούν από το ή τα άτομα άλλου κοινωνικού στρώματος<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών διαδικασιών με τις οποίες μία [[ομάδα]] ατόμων επιτρέπει σε μία [[άλλη]] την πρόσβασή της στις παραδοσιακές γνώσεις που της [[είναι]] απαραίτητες, [[καθώς]] και ο [[τρόπος]] χρησιμοποίησης τών νέων γνώσεων που η τελευταία θα αποκτήσει<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[υλικός]] [[πολιτισμός]]» ή «[[τεχνολογικός]] [[πολιτισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη συνηθέστερη [[άποψη]]) τα στοιχεία της κοινωνικής κληρονομιάς που αφορούν τα [[τεχνικά]] επιτεύγματα, τα [[μέσα]] παραγωγής και τις επιστημονικές γνώσεις<br />β) «[[πνευματικός]] [[πολιτισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> τα στοιχεία της κοινωνικής κληρονομιάς που αναφέρονται στα πνευματικά και ηθικά επιτεύγματα, δηλ. τις τέχνες, τη [[λογοτεχνία]], την [[ιδεολογία]], τη [[θρησκεία]]<br />γ) «ελληνοχριστιανικός [[πολιτισμός]]» — η αρμονική [[συμπόρευση]], που [[συχνά]] έφθασε ώς την πλήρη [[σύνθεση]], της πολιτιστικής κληρονομιάς του αρχαίου ελληνικού κόσμου με τις αξίες και τη [[διδασκαλία]] του χριστιανισμού<br />δ) «[[μαζικός]] [[πολιτισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων συμπεριφοράς, τών μύθων ή τών παραστάσεων που παράγονται και διαχέονται μαζικά από τα [[μέσα]] επικοινωνίας και ειδικότερα από τα [[μέσα]] μαζικής επικοινωνίας<br />ε) «[[αισθητός]] [[πολιτισμός]]» — ο [[πολιτισμός]] που, [[κατά]] τον Ρωσοαμερικανό κοινωνιολόγο Σορόκιν, αποδίδει ιδιαίτερη [[βαρύτητα]] στη [[θεμελίωση]] της αλήθειας με [[βάση]] τις μαρτυρίες τών αισθήσεων, [[είναι]] [[δηλαδή]] ο [[εμπειρικός]] [[πολιτισμός]] που εξαρτάται από τις φυσικές επιστήμες και ενθαρρύνει την καλλιέργειά τους<br />στ) «πνευματοκρατικός [[πολιτισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> [[μυστικιστικός]]-αντινοησιαρχικος [[πολιτισμός]] που εξαρτάται από την [[πίστη]] και την [[αυθεντία]] και στον οποίο, [[κατά]] τον Ρωσοαμερικανό κοινωνιολόγο Σορόκιν, κυριαρχεί η [[αντίληψη]] ότι, [[πίσω]] από τα φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, υπάρχει μια υπερβατική [[πραγματικότητα]] και ότι η [[αλήθεια]] [[είναι]] πνευματική, σε [[αντιδιαστολή]] με τον λεγόμενο αισθητό πολιτισμό<br />ζ) «[[ιδεαλιστικός]] [[πολιτισμός]]» — [[πολιτισμός]] που, [[κατά]] τον Ρωσοαμερικανό κοινωνιολόγο Σορόκιν, προκύπτει από τον αρμονικό συνδυασμό του αισθητού και του πνευματοκρατικού πολιτισμού<br />η) «[[πολιτισμός]] της ένδειας»<br /><b>(κοινων.)</b> ο [[ιδιαίτερος]] [[πολιτισμός]] τών ενδεών κοινωνικών στρωμάτων<br />θ) «[[πολιτισμός]] της ενοχής» — ο [[πολιτισμός]] στον οποίο η [[συμπεριφορά]] του ατόμου αξιολογείται με [[βάση]] την [[σύμπτωση]] ή την απόκλισή της από συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διοίκηση]] της πολιτείας («τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημία τὸν πολιτισμόν ἐκτοπίζων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> [[ευγένεια]], [[λεπτότητα]] στους τρόπους<br /><b>3.</b> [[αστεϊσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το [[πολίτης]] με κατάλ. -<i>ισμός</i> αναλογικά [[προς]] τα ουσ. από ρ. σε -<i>ίζω</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη [[φορά]] από τον Αδ. Κοραή το 1829 για να αποδώσει τον γαλλ. όρο <i>civilisation</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>civilis</i> «[[πολιτικός]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>civis</i> «[[πολίτης]]»)]. | |||
}} | }} |