πολιτισμός
English (LSJ)
ὁ, administration of public affairs, D.L.4.39.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, Staatsverwaltung, D. L. 4, 39.
Russian (Dvoretsky)
πολῐτισμός: ὁ управление государственными (общественными) делами Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτισμός: ὁ, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὸν πολιτισμὸν ἐκτοπίζων, ἀποφεύγων τὰ πολιτικὰ πράγματα, Διογ. Λ. 4. 39.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. το σύνολο τών υλικών και πνευματικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν μια κοινωνική ομάδα ή ένα έθνος, η συνολική κοινωνική κληρονομιά μιας ομάδας ανθρώπων ή του ανθρώπινου είδους ως συνόλου, δηλαδή η γλώσσα, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα έθιμα, οι κώδικες συμπεριφοράς και ηθικής, οι θεσμοί και οι μορφές οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, η τέχνη και η πνευματική δημιουργία γενικότερα, καθώς και τα εργαλεία, τα μέσα παραγωγής, η τεχνική και η τεχνολογία, κληρονομιά της οποίας η συνέχεια και η ανάπτυξη εξαρτώνται από την ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει και να μεταβιβάζει τις γνώσεις του στις επόμενες γενεές
2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της συμπεριφοράς ενός ατόμου τα οποία το διαφοροποιούν από το ή τα άτομα άλλου κοινωνικού στρώματος
3. το σύνολο τών διαδικασιών με τις οποίες μία ομάδα ατόμων επιτρέπει σε μία άλλη την πρόσβασή της στις παραδοσιακές γνώσεις που της είναι απαραίτητες, καθώς και ο τρόπος χρησιμοποίησης τών νέων γνώσεων που η τελευταία θα αποκτήσει
4. φρ. «υλικός πολιτισμός» ή «τεχνολογικός πολιτισμός»
(κοινων.) (κατά τη συνηθέστερη άποψη) τα στοιχεία της κοινωνικής κληρονομιάς που αφορούν τα τεχνικά επιτεύγματα, τα μέσα παραγωγής και τις επιστημονικές γνώσεις
β) «πνευματικός πολιτισμός»
(κοινων.) τα στοιχεία της κοινωνικής κληρονομιάς που αναφέρονται στα πνευματικά και ηθικά επιτεύγματα, δηλ. τις τέχνες, τη λογοτεχνία, την ιδεολογία, τη θρησκεία
γ) «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» — η αρμονική συμπόρευση, που συχνά έφθασε ώς την πλήρη σύνθεση, της πολιτιστικής κληρονομιάς του αρχαίου ελληνικού κόσμου με τις αξίες και τη διδασκαλία του χριστιανισμού
δ) «μαζικός πολιτισμός»
(κοινων.) το σύνολο τών τρόπων συμπεριφοράς, τών μύθων ή τών παραστάσεων που παράγονται και διαχέονται μαζικά από τα μέσα επικοινωνίας και ειδικότερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας
ε) «αισθητός πολιτισμός» — ο πολιτισμός που, κατά τον Ρωσοαμερικανό κοινωνιολόγο Σορόκιν, αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη θεμελίωση της αλήθειας με βάση τις μαρτυρίες τών αισθήσεων, είναι δηλαδή ο εμπειρικός πολιτισμός που εξαρτάται από τις φυσικές επιστήμες και ενθαρρύνει την καλλιέργειά τους
στ) «πνευματοκρατικός πολιτισμός»
(κοινων.) μυστικιστικός-αντινοησιαρχικος πολιτισμός που εξαρτάται από την πίστη και την αυθεντία και στον οποίο, κατά τον Ρωσοαμερικανό κοινωνιολόγο Σορόκιν, κυριαρχεί η αντίληψη ότι, πίσω από τα φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, υπάρχει μια υπερβατική πραγματικότητα και ότι η αλήθεια είναι πνευματική, σε αντιδιαστολή με τον λεγόμενο αισθητό πολιτισμό
ζ) «ιδεαλιστικός πολιτισμός» — πολιτισμός που, κατά τον Ρωσοαμερικανό κοινωνιολόγο Σορόκιν, προκύπτει από τον αρμονικό συνδυασμό του αισθητού και του πνευματοκρατικού πολιτισμού
η) «πολιτισμός της ένδειας»
(κοινων.) ο ιδιαίτερος πολιτισμός τών ενδεών κοινωνικών στρωμάτων
θ) «πολιτισμός της ενοχής» — ο πολιτισμός στον οποίο η συμπεριφορά του ατόμου αξιολογείται με βάση την σύμπτωση ή την απόκλισή της από συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες
αρχ.
1. η διοίκηση της πολιτείας («τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημία τὸν πολιτισμόν ἐκτοπίζων», Διογ. Λαέρ.)
2. ευγένεια, λεπτότητα στους τρόπους
3. αστεϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το πολίτης με κατάλ. -ισμός αναλογικά προς τα ουσ. από ρ. σε -ίζω. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αδ. Κοραή το 1829 για να αποδώσει τον γαλλ. όρο civilisation (< λατ. civilis «πολιτικός» < λατ. civis «πολίτης»)].