προσεμφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_20)
(4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεμφύομαι''': Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.
|lstext='''προσεμφύομαι''': Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεμφύομαι:''' (aor. 2 προσενέφυν) еще теснее примыкать Diod.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 759] (s. φύω), noch dazu, noch mehr dranhangen od. festhalten, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφύομαι: Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.

Russian (Dvoretsky)

προσεμφύομαι: (aor. 2 προσενέφυν) еще теснее примыкать Diod.