μειρακοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_7)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειρακοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
|lstext='''μειρακοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειρακοειδής]], -ές (Α) [[μείραξ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική [[ηλικία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μειρακοειδής: -ές, ὅμοιος μειρακίῳ, Καισάριος 1073.

Greek Monolingual

μειρακοειδής, -ές (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική ηλικία.