ὄχλος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχλος Medium diacritics: ὄχλος Low diacritics: όχλος Capitals: ΟΧΛΟΣ
Transliteration A: óchlos Transliteration B: ochlos Transliteration C: ochlos Beta Code: o)/xlos

English (LSJ)

ὁ,
A crowd, throng, Pi.P.4.85, A.Pers.42 (anap.), etc.; ἐσὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν E.Or.108, cf. Heracl.44; ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, X.Cyr.6.1.26, cf. Th.6.64, 7.62; μηδένα ὄχλον Πελοποννησίων νεῶν Id.2.88; ὄχλῳ = in numbers (for an army), Id.1.80; ὁ μισθοφόρος ὄχλος Id.3.109, cf.4.56; οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι undisciplined masses like these, ib.126; ὄχλος μᾶλλον ἢ στρατός Hdn.6.7.1; of the camp-followers, X.An.3.4.26, 4.3.26, etc.
2 in political sense, populace, mob, opp. δῆμος (people), Th.7.8, cf. Pl.Plt. 304d; πρὸς ὄχλον ζῶν Id.Ax.368d; οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν X.Cyr.2.2.21; δικαστηρίων καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων and popular assemblies (in a contemptuous sense), Pl.Grg. 455a, cf. Euthd.290a: prov., δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε = this is already in the mouths of the people, D.H.Lys.10, cf. J.BJ2.13.1, 4.9.2.
3 generally, mass, multitude, ὄχλος τὸν πλεῖστον λόγων A.Pr. 827; τὸν πλεῖστον ὄχλον τῶν πραχθέντων Isoc.12.192; ἵππων ὄχλος E.IA191 (lyr.); ἄκριτος ἄστρων ὄχλος Critias 19.5 D.; σαρκῶν Pl.Ti.75e: in plural, the masses, καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Diph.24.4, cf. Men.161.1, 466.4; πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b28.
II annoyance, trouble, σχολὴν ὄχλος τε μέτριον E.Ion635, etc.; ὄχλον παρέχειν = to give trouble, Hdt.1.86, cf. E.Med.337, X.An.3.2.27, Pl.Phd. 84d; δι' ὄχλου εἶναι, δι' ὄχλου γενέσθαι, to be troublesome or become troublesome, Ar.Ec.888, Th.1.73, Pl.Alc.1.103a; μάταιον ὄχλον τοὺς λόγους νομίσητε D.18.214; οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄχλος ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο Id.19.24.

German (Pape)

[Seite 431] ὁ, ein Hause Menschen, bes. eine verworrene, dicht zusammengedrängte Masse; πλήθοντος ὄχλου, Pind. P. 4, 85; δυσμενέων δ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει, Aesch. Sept. 216; Pers. 53 u. öfter; auch übertr., ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Prom. 829; πολύς σου ταῦτά γ' εἰσήκουσ' ὄχλος, Soph. Trach. 423; ὄχλος πᾶς Αχαϊκοῦ στρατοῦ, Eur. Hec. 521, öfter; γυναικῶν, Phoen. 204, wie θηλυγενής Bacch. 117; auch ἵππων, I. A. 191; die Menge, bes. das Volk, der große Hause, λαῶν, ἀνθρώπων, Ar. Ran. 219 Eccl. 383; ὥσπερ θυρωρὸς ὑπ' ὄχλου τινὸς ὠθούμενος καὶ βιαζόμενος, Plat. Phil. 62 c; ὅτι μέλλει χαριεῖσθαι τῷ ὄχλῳ τῶν θεατῶν, Gorg. 502 a; οὐκοῦν πρὸς πολὺν ὄχλον καὶ δῆμον οὗτοι λέγονται οἱ λόγοι, 502 c, öfter; bei Xen. An. 2, 5, 9 steht die ἐρημία entgegen; ἐν τοῖς ὄχλοις μᾶλλον ἢ ἐν ταῖς ἰδίαις ὁμιλίαις, in Volksversammlungen, Mem. 3, 7, 5. Sprichwörtlich δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε, das ist schon unter dem großen Haufen, dem Pöbel bekannt; Hdn. 6, 7, 2 ὄχλος μᾶλλονστρατός, ein ungeordneter Hause, u. so öfter im Ggstze zum geregelten Heere; vgl. Thuc. 4, 126; ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν, die gemeinen Soldaten im Ggstze zu den Anführern, Xen. Cyr. 6, 1, 25; bes. der Troß, der dem Heere folgte, An. 3, 4, 26. 4, 3, 26, u. Sp., auch im plur., D. Hal. 11, 71. – Auch von Sachen, πραγμά των, Sp., παραδειγμάτων, Plut. de aud. poet. 9; vgl. Valcken. Eur. Phoen. 204. – Dah. Lärm, Unruhe, die eine große, ungeordnete Menschenmenge macht, u. übh. Beunruhigung, Belästigung, ὄχλον παρέχειν τινί, Eur. Or. 282 u. öfter, wie Her. 1, 86; Plat. Phaed. 84 d Rep. V, 450 b; Isocr. 12, 211; Xen. An. 3, 2, 27 u. Folgde oft; auch δι' ὄχλου εἶναί τινι, Einem beschwerlich fallen, Ar. Eccl. 888; vgl. Thuc. 1, 73. – Bei den Kretern lautete das Wort πόλχος, äol. ὄλχος, davon das lat. volgus.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. foule :
1 en gén. foule, multitude d'hommes ; οἱ ὄχλοι XÉN les assemblées du peuple ; en parl. de soldats masse de troupes;
2 foule de peuple, foule, multitude, bas peuple, populace ; masse de l'armée p. opp. aux chefs;
3 multitude d'animaux;
4 foule de choses (vaisseaux, mots, etc.);
II. tumulte d'une foule ; embarras causé par la foule ; en gén. embarras, gêne : ὄχλον παρέχειν τινί HDT causer des embarras à qqn ; δι' ὄχλου εἶναί τινι THC être importun, à charge à qqn.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ὄχλος:
1 множество, масса, толпа (στρατοῦ Aesch.; ἵππων, ἄστρων Eur.; ἀνθρώπων, λαῶν Arph.; νεῶν Thuc.): ὁ ὄχλος ὁ ξενικός Thuc. толпа иноземных наемников; ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν Xen. и οἱ ὄχλοι Polyb. солдатская масса; ὄχλου φυγή Plut. = лат. poplifugia;
2 обозные войска, нестроевые отряды (τὰ σκευοφόρα καὶ ὁ ὄχλος Xen.);
3 беспорядочное скопище, толпа, чернь (πλῆθός τε καὶ ὄχλος Plat.);
4 беспокойство, затруднение, неудобство (ὄχλον παρέχειν τινί Her., Xen.): δι᾽ ὄχλου εἶναί τινι Thuc., Arph. быть кому-л. в тягость, беспокоить кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχλος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, πλῆθος λαοῦ ἐν κινήσει, ἄτακτον πλῆθος, Πινδ. Π. 4. 150, Αἰσχύλ, κλ.· ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλὸν Εὐρ. Ὀρ. 108, πρβλ. Ἡρακλ. 44· ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν, τὸ στῖφος, τὸ πλῆθος αὐτῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 26, πρβλ. Θουκ. 6. 64, 7. 62· μηδένα ὂ. Πελοποννησίων νεῶν ὁ αὐτ. 2. 88· καὶ ὄχλῳ, καὶ πλήθει ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. 1. 80· ὁ ὃ. ὁ ξενικὸς ὁ αὐτ. 3. 109, πρβλ. 4. 56· οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι, τοιαῦτα ἄτακτα καὶ ἀγύμναστα καὶ ἄνευ πειθαρχίας πλήθη, 4. 126· ὄχ. μᾶλλον ἢ στρατὸς Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἐπὶ τῶν ἀκολουθούντων τῷ στρατοπέδῳ (μὴ στρατιωτῶν), Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29., 4. 3, 26, κτλ. 2) ἐν πολιτικῇ σημασίᾳ, ὁ ὄχλος, τὸ πλῆθος τῆς κατωτάτης τάξεως τοῦ λαοῦ, Λατ. turba, ἀντίθ. τῷ δῆμος, Θουκ. 7. 8, Πλάτ. Πολιτ. 304C, Νόμ. 707Ε· πρὸς ὄχλον ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 368D· οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· δικαστήριον καὶ ἄλλων ὄχλων, καὶ ἄλλων τοῦ λαοῦ συνάξεων, περιφρονητικῶς, Πλάτ. Γοργ. 455Α· (πρβλ. ὀχλοκόπος, ὀχλοκρατία, κτλ.)· - παροιμ., δι’ ὄχλου τοῦτό γε, τοῦτο εἶναι ἤδη εἰς τὰ στόματα τοῦ ὄχλου, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 10. 3) καθόλου, πλῆθος οἱουδήποτε πράγματος, ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, τὸ πλῆστον τῶν λόγων, δηλ. τὴν πολυλογίαν ἐάσω, θὰ ἀφήσω κατὰ μέρος, Αἰσχύλ. Πρ. 827· τὸν πλεῖστον ὄχ. τῶν πραχθέντων Ἰσοκρ. 273Β· ὄχ. ἵππων Εὐρ. Ι. Α. 191· ἄκριτος ἄστρων ὄχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 596· σαρκῶν Πλάτ. Τίμ. 75Ε· - ἐν τῷ πληθ., τὰ πλήθη, καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Δίφιλος ἐν «Γάμῳ» 1, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 2, ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 4· πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3. ΙΙ. ὁ θόρυβος καὶ ἡ βοὴ πλήθους ἀνθρώπων, ὁ τάραχος, ἀκολούθως δὲ καθόλου, ὡς τὸ Λατ. turbae, ἐνόχλησις, σχολὴν ὂ, τε μέτριον Εὐρ. Ἴων 635· κτλ.· ὄχλον παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 337, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 27, Πλάτ. Φαίδων 84D· δι’ ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, εἶναι, γενέσθαι, εἶναι ἢ γενέσθαι ὀχληρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 888, Θουκ. 1. 73, Πλάτ. Ἄλκ. 1. 103Α· μάταιον ὄχλον τοὺς λόγους νομίσητε Δημ. 299. 23· οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄχλος ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο ὁ αὐτ. 348. 23. - (Εἶναι μάταιον νὰ παραβάλωμεν αὐτὸ πρὸς τὸ Κρητ. πόλχος (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐπὶ νομισμάτων, Mionnet. Descr. 2. 269), ἐπειδὴσημασία αὐτοῦ εἶναι ἀμφίβολος, ἴδε Cur. Gr. Et. σ. 550. Οὔτε τὸ Λατ. voig-us δύναται κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἐναλλαγῆς νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ ὄχλος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΕΧ, ἴδε ἐν λ. ἔχω).

English (Abbott-Smith)

ὄχλος, -ου, ὁ, [in LXX for הָמוֹן (chiefly in Da TH), קָהָל,חַיִל, etc.;]
1.a moving crowd or multitude of persons, a throng: Mt 9:23, Mk 2:4, Lk 5:1, Jo 5:13, al.; pl., Mt 5:1, Mk 10:1, Lk 3:7, and freq.; ὄχλος ἱκανός, Mk 10:46, al.; τοσοῦτος, Mt 15:33; οὐ μετ’ ὄχλου, Ac 24:18; ἄτερ ὄχλου, Lk 22:6; πᾶς ὁ ὄχλος, Mt 13:2, Mk 2:13, al.; ὄχλος πολύς, Mt 20:29, Mk 5:21, al.; ὁ πολὺς ὄχλος (ὄχλος π.), the populace, the common people, Mk 12:37 (Swete, in l.; Field, Notes, 37), Jo 12:9 (Westc, in l.).
2.(As also cl., opp. to δῆμος, q.v., and cf. Tr., Syn., §xcviii), the populace, the common people (cf. πολὺς ὄχλος, supr.), Mt 14:5 21:26, Mk 12:12, Jo 7:12b; so with contempt (cl.), Jo 7:49. In a more general sense, a multitude: c. gen., ὀνομάτων (v.s. ὀ.), Ac 1:15; μαθητῶν, Lk 6:17, al.

English (Strong)

from a derivative of ἔχω (meaning a vehicle); a throng (as borne along); by implication, the rabble; by extension, a class of people; figuratively, a riot: company, multitude, number (of people), people, press.

English (Thayer)

ὄχλου, ὁ, in the N.T. only in the historical books and five times in the book of Revelation; as in Greek writings from Pindar and Aeschylus down, a crowd, i. e.
1. a casual collection of people; a multitude of men who have flocked together in some place, a throng: τίς ἐκ τοῦ ὄχλου, ἀπό τοῦ ὄχλου, ἀπό (for i. e. on account of (cf. ἀπό, II:2b.)) τοῦ ὄχλου, ἡ βία τοῦ ὄχλου, πολύς ὄχλος and much more often ὄχλος πολύς, T Tr WH omit; L Tr marginal reading brackets πολύς); Tr marginal reading brackets WH prefix ὁ; cf. Buttmann, 91 (80)); ὁ πολύς ὄχλος, the great multitude present, ὁ ὄχλος πολύς (the noun forming with the adjective a single composite term, like our) the common people, T WH Tr marginal reading; cf. Buttmann, as above; some would give the phrase the same sense in Mark, the passage cited); πάμπολυς, ); ἱκανός, ὁ ... πλεῖστος ὄχλος (the most part of the multitude), πᾶςὄχλος, ); ὄχλον τοσοῦτον, αἱ μυριάδες τοῦ ὄχλου οὐ μετά ὄχλου, not having a crowd with me, ἄτερ ὄχλου, in the absence of the multitude (see ἄτερ)), οἱ ὄχλοι, very often in Matt. and Luke, as Tdf. the singular); in Mark only and without the article ὄχλοι πολλοί, R G); πάντες οἱ ὄχλοι, the multitude, i. e. the common people, opposed to the rulers and leading men: ἐπισύστασις ὄχλου, a riot, a mob, L T Tr WH ἐπίστασιν (which see) ὄχλου).
3. universally, a multitude: with a genitive of the class, as τελωνῶν, μαθητῶν, ὀνομάτων (see ὄνομα, 3), τῶν ἱερέων, ὄχλοι, joined with λαοί and ἔθνη, in Sept. chiefly for הָמון.)

Greek Monotonic

ὄχλος: ὁ,
I. 1. μετακινούμενο πλήθος, συνάθροιση, όχλος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν, η μάζα των στρατιωτών, σε Ξεν.· τῷ ὄχλῳ, από αριθμητικής πλευράς, σε Θουκ.· οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι, απείθαρχες μάζες ανθρώπων όπως αυτές, στον ίδ.
2. με πολιτική σημασία, ο χύδην λαός, όχλος, Λατ. turba, σε αντίθ. προς το δῆμος, στον ίδ., Ξεν.
3. γενικά, μάζα, ποικιλομορφία· ὄχλος λόγων, σε Αισχύλ.
II. όπως το Λατ. turba, ενόχληση, μπελάς, ὄχλον παρέχειν τινί, ενοχλώ κάποιον, σε Ηρόδ.· δι' ὅχλου εἶναι, γενέσθαι, είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός, σε Αριστοφ., Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: 1. (orderless, moved) crowd, (common) multitude, great mass, throng, pl. crowd, people; 2. disturbance, perturbation, annoyance (Pi., IA.).
Compounds: Compp., e.g. ὀχλο-κρατία f. mob-rule (Plb., Plu., s. lit. on δημοκρατία), ἄ-οχλος without disturbances, not disturbing (Hp.).
Derivatives: Adj. 1. ὀχλ-ηρός bothersome, annoying (IA.) with -ηρία f. (LXX); 2. -ικός belonging to a great multitude, mobbish (hell.); 3. -ώδης annoying (IA.), popular, common (Plu.). Subst. 4. ὀχλεύς μοχλός, στρόφιγξ, δεσμός ... H.; ἐποχλεύς m. sprag on a cart (Ath.), prob. for *ἐποχεύς; ἐποχλίζομαι to be bolted (Apollon. Lex.). -- Denominative verbs 5. ὀχλέω to put in (rolling) motion, to roll away (Φ 261; ἀν-οχλέω = ἀν-οχλίζω S. E.), to disturb, to perturb, to bother (Ion., hell.; w. prefix, esp. ἐν-, also Att.); from it ὄχλ-ησις (ἐν- ὄχλος) f. bothering, interference, perturbation (Democr., hell.), (ἐν-)ὄχλ-ημα id. (Epicur., medic.), ὀχλητι-κός = ὀχλικός (Procl.); 6. ὀχλεύονται = ὀχλεῦνται κυλινδοῦνται H.; 7. ὀχλ-ίζω, also w. μετ-, ἀν- a.o., to pull up, out of place (Il.); 8. ὀχλ-άζω to be disturbed, confused (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [1118] *u̯eǵh- move, drive, ride
Etymology: The orig. meaning of the verbal nouns ὄχλος, which was concretized as heap, crowd, cannot be established with more certainty; in the sense of perturbation etc. it may have been influenced by ὀχλέω (cf. Bosshardt 78). If one starts from *Ϝόχ-(σ)λο-ς (on the possible loss of a Ϝ- in Hom. s. Chantraine Gramm. hom. 1, 125), ὄχλος agrees well with the well-known verb for drive, carry, bring, move in Ϝέχω (s. 2. ἔχω), ὀχέομαι, Lat. vehō etc., IE *u̯oǵh-(s)lo-; cf. the interpretations of Sealey Glotta 37, 281 ff. The broad sphere of meaning gives several possibiliies: *'driving, carrying, moving', resp. as nom. agentis or instr. *'driver, carryer, mover'. -- Formally identical is OWNo. vagl m. tiebeam, roost (prop. *'bearing-bar, carrier'). To the denominative ὀχλ-ίζω raise, ὀχλ-έω roll away and to ὀχλ-εύς lever etc. agree semantically the primary nouns Lat. vec-tis and OWNo. vǫg (IE *u̯oǵhā) lever. From *`move, movement' one gets both to moved mass, mob and to spiritual movement, unrest; the same holds for the denominative ὀχλέω (cf. turba, -āre). -- Uncertain supposition on cross with μοχλός, -έω in Güntert Reimwortbildungen 161 f. Older hypothesis in Bq (rejected). Wrong Belardi Doxa 3, 217. -- Further lit. s. ὄχος.

Middle Liddell

ὄχλος, ὁ,
I. a moving crowd, a throng, mob, Pind., Aesch., etc.; ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, Xen.; τῷ ὄχλῳ in point of numbers, Thuc.; οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι undisciplined masses like these, Thuc.
2. in political sense, the populace, mob, Lat. turba, opp. to δῆμος, Thuc., Xen.
3. generally, a mass, multitude, ὄχλος λόγων Aesch.
II. like Lat. turba, annoyance, trouble, ὄχλον παρέχειν τινί to give one trouble, Hdt.; δι' ὄχλου εἶναι, γενέσθαι to be or become troublesome, Ar., Thuc.

Frisk Etymology German

ὄχλος: {ókhlos}
Grammar: m.
Meaning: 1. ‘(ungeordnete, bewegte) Menschenmenge, (gemeiner) Volkshaufe, große Masse, Gedränge’, pl. Volksmassen, Leute; 2. Beunruhigung, Störung, Belästigung (Pi., ion. att.).
Composita : Kompp., z.B. ὀχλοκρατία f. Pöbelherrschaft (Plb., Plu. u.a., s. Lit. zu δημοκρατία), ἄοχλος ohne Störungen, nicht störend (Hp.).
Derivative: Ableitungen. Adj. 1. ὀχληρός belästigend, lästig (ion. att.) mit -ηρία f. (LXX); 2. -ικός zum großen Haufen gehörig, pöbelhaft (hell. u. sp.); 3. -ώδης belästigend (ion. att.), volkstümlich, gemein (Plu.). Subst. 4. ὀχλεύς· μοχλός- στρόφιγξ, δεσμός ... H.; ἐποχλεύς m. Hemmschuh am Wagen (Ath.), wohl für *ἐποχεύς; ἐποχλίζομαι verriegelt sein (Apollon. Lex.). — Denominative Verba. 5. ὀχλέω ‘in (rollende) Bewegung setzen, wegwälzen’ (Φ 261; ἀνοχλέω = ἀνοχλίζω S. E.), beunruhigen, stören, belästigen (ion. poet. hell. u. sp.; m. Präfix, bes. ἐν-, auch att.); davon ὄχλησις (ἐν- ~) f. Belästigung, Beeinträchtigung, Störung (Demokr., hell. u. sp.), (ἐν-)ὄχλημα ib. (Epikur., Mediz. u.a.), ὀχλητικός = ὀχλικός (Prokl.); 6. ὀχλεύονται = ὀχλεῦνται· κυλινδοῦνται H.; 7. ὀχλίζω, auch m. μετ-, ἀν- u.a., von seinem Platz rücken, heben (ep. seit Il.); 8. ὀχλάζω beunruhigt, verwirrt sein (LXX).
Etymology : Die urspr. Bed. des Verbalnomens ὄχλος, die sich in Haufe, Menge konkretisiert hat, läßt sich nicht sicher ermitteln; im Sinn von Beunruhigung kann es übrigens von ὀχλέω beeinflußt sein (vgl. Bosshardt 78). Wenn man von *ϝόχ-(σ)λος ausgeht (zum evtl. Schwund des ϝ- bei Hom. s. Chantraine Gramm. hom. 1, 125), schließt sich ὄχλος bequem an das wohlbekannte Verb für fahren, führen, tragen, bringen, bewegen in ϝέχω (s. 2. ἔχω), ὀχέομαι, lat. vehō usw., idg. *u̯oĝh-(s)lo-; vgl. die Ausführungen bei Sealey Glotta 37, 281 ff. Die weite Bed.sphäre öffnet leider mehrere Möglichkeiten: *’das Fahren, das Tragen, das Bewegen’, bzw. als Nom. agentis od. instr. *’der Fahrer, der Träger, der Beweger’. — Formal damit identisch ist awno. vagl m. Hahnenbalken, Hühnerstange (eig. *’Tragstange, Träger’). Zum denominativen ὀχλίζω heben, ὀχλέω wegwälzen und zu ὀχλεύς Hebel stimmen semantisch die primären Nomina lat. vec-tis und awno. vǫg (idg. *u̯oĝhā) Hebel. Von *Bewegen, Bewegung gelangt man selbstverständlich nur allzu leicht sowohl an bewegte Masse, Volkshaufe wie an geistige Bewegung, Unruhe; dasselbe gilt für das denominative ὀχλέω (vgl. turba, -āre). Wenn man vorzieht, einen Begriff wie schwere Masse, Last (wovon ὀχλέω belästigen) zugrunde zu legen, ließe sich ὄχλος zur Not als *’Fuhre, Fuder, Last’ ( = lat. vehes) verstehen. — Unsichere Vermutung über Kreuzung mit μοχλός, -έω bei Güntert Reimwortbildungen 161 f. Ältere Hypothese bei Bq (ablehnend). Neue verfehlte Deutung bei Belardi Doxa 3, 217. — Weitere Lit. s. ὄχος.
Page 2,456-457

Chinese

原文音譯:Ôcloj 哦赫羅士
詞類次數:名詞(175)
原文字根:擠滿 相當於: (אָמֹון‎ / נׄא אָמֹון‎) (עַם‎) (קָהָל‎)
字義溯源:擠滿,群眾,人群,眾人,群,群人,眾多,多人,許多人,民眾,平民,老百姓,所有;源自(ἔχω)*=工具,持)。參讀 (γλῶσσα)同義字
同源字:1) (ἐνοχλέω)擠入 2) (ὀχλέω)侵擾 3) (ὀχλοποιέω)聚眾 4) (ὄχλος)擠滿 5) (παρενοχλέω)更加侵擾
出現次數:總共(175);太(49);可(39);路(41);約(20);徒(22);啓(4)
譯字彙編
1) 群眾(150)數量太多,不能盡錄;
2) 眾人(4) 太12:46; 太13:36; 可11:18; 徒24:12;
3) 一群人(3) 可3:32; 可14:43; 路22:47;
4) 人群(3) 太4:25; 太5:1; 太8:1;
5) 許多人(2) 路18:36; 徒1:15;
6) 眾(2) 路5:29; 徒24:18;
7) 群人(2) 可9:15; 啓7:9;
8) 所有(1) 徒21:27;
9) 多人(1) 啓17:15;
10) 群眾的(1) 啓19:6;
11) 多(1) 徒6:7;
12) 眾群(1) 約6:22;
13) 人(1) 太19:2;
14) 許(1) 路6:17;
15) 百姓(1) 太14:5;
16) 群(1) 可2:13

English (Woodhouse)

annoyance, bother, collection, confusion, contemptuously, crew, crowd, mob, multitude, press, rabble, trouble, common people, contemptuously crew, hoi polloi, the common herd, the common people, the crowd, the multitude, the vulgar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πλῆθος, μπουλούκι, συρφετός). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως Ἀπό ρίζα εχ- τοῦ ἔχω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ὀχλέω -ῶ.

Lexicon Thucydideum

turba, crowd, multitude, 1.49.3, 1.80.3. 2.88.2, 3.87.3. 3.109.2, 4.28.3, 4.56.1, 4.126.6. 6.17.2, 6.20.4. 6.30.2. 6.57.4, 6.63.2. 6.64.1. 6.89.5, 7.8.2, 7.62.1. 7.62.2. 7.75.5, 7.78.2, 7.84.2. 8.25.4. 8.48.3. 8.72.2, 8.92.11.
molestum esse, to be troublesome, 1.73.2.

Translations

crowd

Albanian: turmë; Arabic: حَشْد‎, زَحْمَة‎; Egyptian Arabic: زحمة‎; Armenian: ամբոխ, բազմություն; Azerbaijani: izdiham; Belarusian: натоўп; Bulgarian: навалица, тълпа; Burmese: လူစုလူဝေး; Catalan: multitud, gentada, gernació; Cherokee: ᎤᏂᏣᏘ; Chinese Mandarin: 人群, 群眾, 群众; Czech: dav; Danish: flok, mængde, folkehav, folkemængde; Dutch: menigte, schare, massa; Esperanto: amaso, homamaso; Estonian: rahvahulk, hulk; Finnish: väkijoukko; French: foule; Galician: foula, grea, catropea, poulareda; Georgian: ბრბო, გროვა; German: Gedränge, Menge, Volk, Menschenmenge, Menschenmasse; Greek: πλήθος; Ancient Greek: ὄχλος, πλῆθος; Hebrew: הָמוֹן‎, הִתְקַהֲלוּת‎; Hindi: जनता, भीड़; Hungarian: tömeg; Icelandic: þyrping; Ido: turbo; Irish: slua, dream; Italian: folla, turba, torma, fiumana, stuolo, massa, moltitudine; Japanese: 人込み, 群衆, 大勢; Kazakh: жиын, жұрт, тобыр, топ; Khmer: មនុស្សកុះករ, មនុស្សកកកុញ, មហាវគ្គ, ហ្វូងមនុស្ស, ហ្វូង; Korean: 군중(群衆), 무리; Kurdish Central Kurdish: قەلەباڵغی‎; Kyrgyz: жыйын; Ladino: munchidumbre, djentoria; Lao: ຝູງຊົນ; Latin: frequentia, caterva, vulgus, agmen, multitudo, turba; Latvian: pūlis; Lithuanian: minia; Macedonian: толпа; Maori: mātoru, nuipuku; Marathi: जमाव, समुह, गर्दी; Mongolian Cyrillic: бөөн хүн; Nepali: जमात, भीडभाड; Norman: foule, fliotchet; Norwegian Bokmål: flokk, mengde, folkehav, folkemengde; Persian: جمعیت‎, انبوه‎; Plautdietsch: Menj; Polish: tłum; Portuguese: multidão; Quechua: ch'unku; Romanian: mulțime, masă de oameni, gloată, aglomerație; Russian: толпа; Serbo-Croatian Cyrillic: гу̑жва, свѐтина, свјѐтина, ма̀са; Roman: gȗžva, svètina, svjètina, màsa; Slovak: dav; Slovene: množica; Spanish: muchedumbre, turba, multitud, montón, vulgo; Swahili: umati; Swedish: folkmängd, folkmassa, massa; Tagalog: libumbon; Tajik: анбӯҳ, издиҳом; Telugu: గుంపు, బృందము; Thai: มหาชน; Tibetan: མི་ཚོགས; Turkish: kalabalık, izdiham; Turkmen: märeke; Ukrainian: натовп, гурт; Urdu: بھیڑ‎; Uzbek: olomon; Vietnamese: đám đông; Welsh: torf; West Frisian: kloft; ǃXóõ: dzâa