ξυλοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(6_14)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοβάμων''': ὁ, ἡ, ὁ φορῶν ξυλίνας ὑψηλὰς [[ἐμβάδας]], Εὐσταθ. Πονημάτ. 107. 4.
|lstext='''ξῠλοβάμων''': ὁ, ἡ, ὁ φορῶν ξυλίνας ὑψηλὰς [[ἐμβάδας]], Εὐσταθ. Πονημάτ. 107. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοβάμων]], -ονος, ό, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[φορά]] [[ψηλά]] ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με [[μακριά]] ξύλινα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιθερο</i>-<i>βάμων</i>, <i>ιππο</i>-<i>βάμων</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοβάμων: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν ξυλίνας ὑψηλὰς ἐμβάδας, Εὐσταθ. Πονημάτ. 107. 4.

Greek Monolingual

ξυλοβάμων, -ονος, ό, ἡ (Μ)
αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, ιππο-βάμων].