ξόανον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξόᾰνον''': τό, (ξέω) [[εἴδωλον]] γεγλυμμένον ἐκ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 12· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[εἴδωλον]], [[ἄγαλμα]], [[ὁμοίωμα]], ἰδίως θεοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1359, Τρῳ 525, 1074. ΙΙ. μουσικόν τι [[ὄργανον]], Σοφ. Ἀποσπ. 228.
|lstext='''ξόᾰνον''': τό, (ξέω) [[εἴδωλον]] γεγλυμμένον ἐκ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 12· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[εἴδωλον]], [[ἄγαλμα]], [[ὁμοίωμα]], ἰδίως θεοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1359, Τρῳ 525, 1074. ΙΙ. μουσικόν τι [[ὄργανον]], Σοφ. Ἀποσπ. 228.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />statue de dieu en bois <i>ou</i> en pierre.<br />'''Étymologie:''' [[ξέω]].
}}
}}