νηλιτόποινος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_17)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηλιτόποινος''': -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ [[νηλεόποινος]] ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.
|lstext='''νηλιτόποινος''': -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ [[νηλεόποινος]] ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηλιτόποινος]], -ον (Α)<br />[[νηλεόποινος]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηλιτόποινος: -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ νηλεόποινος ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.

Greek Monolingual

νηλιτόποινος, -ον (Α)
νηλεόποινος.