νηλιτόποινος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek (Liddell-Scott)

νηλιτόποινος: -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ νηλεόποινος ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.

Greek Monolingual

νηλιτόποινος, -ον (Α)
νηλεόποινος.

German (Pape)

Conj. für νηλεόποινος.