βιβρώσκω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιβρώσκω''': Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα [[εἶναι]] πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *[[βρόχω]])· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις [[βεβρώθοις]], [[ὡσεὶ]] ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. [[καταβρώθω]]). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ [[βορά]], [[βορός]], [[βρῶμα]]· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago ([[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[βάραθρον]] ἀνήκει [[ἴσως]] εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, [[κατατρώγω]], βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε [[ἐκβιβρώσκω]], [[λίπος]])· μ. γεν., [[τρώγω]] ἔκ τινος πράγματος ([[μέρος]] δηλ.), [[[λέων]]] βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ [[αὖτε]] κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203.
|lstext='''βιβρώσκω''': Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα [[εἶναι]] πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *[[βρόχω]])· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις [[βεβρώθοις]], [[ὡσεὶ]] ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. [[καταβρώθω]]). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ [[βορά]], [[βορός]], [[βρῶμα]]· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago ([[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[βάραθρον]] ἀνήκει [[ἴσως]] εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, [[κατατρώγω]], βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε [[ἐκβιβρώσκω]], [[λίπος]])· μ. γεν., [[τρώγω]] ἔκ τινος πράγματος ([[μέρος]] δηλ.), [[[λέων]]] βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ [[αὖτε]] κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βρώσομαι, <i>ao.2</i> [[ἔβρων]], <i>pf.</i> [[βέβρωκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[βρωθήσομαι]], <i>ao.</i> ἐβρώθην, <i>pf.</i> βέβρωμαι, <i>f.ant.</i> [[βεβρώσομαι]];<br />dévorer, manger avec avidité : [[τι]] qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; <i>fig.</i> dévorer <i>ou</i> engloutir (une fortune).<br />'''Étymologie:''' R. Βορ <i>ou</i> Βρω, dévorer, engloutir ; cf. [[βορά]], [[βρῶμα]] et <i>lat.</i> voro.
}}
}}