ὀροθύνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀροθύνω''': [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[μάλιστα]] ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ [[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]], ἀναταράττω, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], παρορμῶ, [[προτρέπω]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, [[παροτρύνω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., [[στάσις]] δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.
|lstext='''ὀροθύνω''': [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[μάλιστα]] ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ [[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]], ἀναταράττω, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], παρορμῶ, [[προτρέπω]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, [[παροτρύνω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., [[στάσις]] δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὀροθυνῶ, <i>ao.</i> ὠρόθυνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. impf.</i> ὠροθυνόμην;<br />exciter, pousser, mettre en mouvement, acc. ; <i>Pass.</i> s’élever, se produire.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]].
}}
}}