Anonymous

ὀροθύνω: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0385.png Seite 385]] = [[ὄρνυμι]], aufregen, anreizen; von Menschen, die Einer in Bewegung setzt, Il. 10, 332. 15, 572 u. öfter; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od. 5, 292, ἐναύλους Il. 21, 312; im med., Aesch. [[στάσις]] τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, erhob sich, Prom. 200.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0385.png Seite 385]] = [[ὄρνυμι]], aufregen, anreizen; von Menschen, die Einer in Bewegung setzt, Il. 10, 332. 15, 572 u. öfter; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od. 5, 292, ἐναύλους Il. 21, 312; im med., Aesch. [[στάσις]] τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, erhob sich, Prom. 200.
}}
{{ls
|lstext='''ὀροθύνω''': [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[μάλιστα]] ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ [[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]], ἀναταράττω, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], παρορμῶ, [[προτρέπω]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, [[παροτρύνω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., [[στάσις]] δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.
}}
}}