3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]». | |lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ. | |||
}} | }} |