πεντεσύριγγος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]».
|lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
}}
}}