Anonymous

πεντεσύριγγος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[πεντασύριγγος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] σύριγγες, [[πέντε]] οπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε [[πέντε]] οπές [[μέσα]] από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων<br />β) «[[πεντεσύριγγος]] [[νόσος]]»<br />(με μτφ. σημ.) η [[παράλυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῦριγξ]], -<i>γγος</i>].
}}
}}