μοίριος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_4)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοίριος''': -α, -ον, ([[μοῖρα]]) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.
|lstext='''μοίριος''': -α, -ον, ([[μοῖρα]]) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.
}}
{{elru
|elrutext='''μοίριος:''' назначенный, присвоенный, установленный (τιμαί Pind.).
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μοίριος: -α, -ον, (μοῖρα) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.

Russian (Dvoretsky)

μοίριος: назначенный, присвоенный, установленный (τιμαί Pind.).