μοίριος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek (Liddell-Scott)

μοίριος: -α, -ον, (μοῖρα) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.

Russian (Dvoretsky)

μοίριος: назначенный, присвоенный, установленный (τιμαί Pind.).