μοίριος

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek (Liddell-Scott)

μοίριος: -α, -ον, (μοῖρα) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.

Russian (Dvoretsky)

μοίριος: назначенный, присвоенный, установленный (τιμαί Pind.).