ἐκδημέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδημέω''': ἀποδημῶ, ἀναχωρῶ, ἐκδημήσας ὁ Σόλων... ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο Ἡρόδ. 1. 30, Σιφ. Ο. Τ. 114, Πλάτ. Νόμ. 864Ε· [[ἀπέρχομαι]] τοῦ βίου, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει Θεοφ. 4. 19.
|lstext='''ἐκδημέω''': ἀποδημῶ, ἀναχωρῶ, ἐκδημήσας ὁ Σόλων... ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο Ἡρόδ. 1. 30, Σιφ. Ο. Τ. 114, Πλάτ. Νόμ. 864Ε· [[ἀπέρχομαι]] τοῦ βίου, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει Θεοφ. 4. 19.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être absent de son pays, être à l’étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδημος]].
}}
}}