Anonymous

ἐγκτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.
|lstext='''ἐγκτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir une propriété en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κτάομαι]].
}}
}}