ἐγκτάομαι

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκτάομαι Medium diacritics: ἐγκτάομαι Low diacritics: εγκτάομαι Capitals: ΕΓΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: enktáomai Transliteration B: enktaomai Transliteration C: egktaomai Beta Code: e)gkta/omai

English (LSJ)

acquire possessions in a foreign country, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ (v.l. for ἐγκτις-) Hdt.5.23; οἱ ἐγκεκτημένοι citizens who possess property in a deme not their own, opp. δημόται, D.50.8, cf. X.Vect.2.4, PGnom.243.

Spanish (DGE)

jur. adquirir propiedades, bienes raíces en el extranjero μὴ ἐξεῖναι ... μηθενὶ ἐγκτήσασθαι ἐν τ[α] ῖς τῶν συμμάχων χώραις μήτε οἰκίαν μήτε χώραν IG 22.43.37 (IV a.C.), ἐγκτήσασθε ἐν αὐτῇ (γῇ) LXX Ge.34.10, ο[ἱ] στρατευόμενοι ἐκωλύθ[ησαν καθ' ἣ] ν στρατεύονται ἐπα[ρ] χ[ί] αν ἐνκ[τ] ᾶσθαι PGnom.243 (II d.C.)
en perf. ser propietario de bienes raíces οἰκόπεδα εἰ ἡ πόλις διδοίη οἰκοδομησομένοις ἐγκεκτῆσθαι X.Vect.2.6
part. perf. subst. οἱ ἐγκεκτημένοι propietarios de bienes raíces en un demo distinto al suyo, D.50.8, en el extranjero BCH 122.1998.144 (Colofón III a.C.), IBeroeae 59 (I d.C.), IEphesos 3806 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 710] darin, bes. in einem fremden Lande sich Besitzungen erwerben, Ἕλληνι δοὺς ἐγκτήσασθαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. 5, 23; οἱ δημόται καὶ οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. 50, 8, die zu dem Demos gehören u. die darin Besitzungen haben; vgl. Xen. Vectig. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir une propriété en pays étranger.
Étymologie: ἐν, κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκτάομαι: (преимущ. о недвижимом имуществе) приобретать вне своей страны: ἐγκτήσασθαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. построить себе город во Фракии; δοῦναι οἰκοδομησαμένοις ἐγκεκτῆσθαι Xen. разрешить (иноземцам) строить дома и владеть ими; οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. иноземцы, владеющие недвижимостью.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.

Greek Monotonic

ἐγκτάομαι: μέλ. -ήσομαι, απόλ., αποκτώ κτήματα σε μία ξένη χώρα, σε Ηρόδ., Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to acquire possessions in a foreign country, Hdt., Dem.