ὑπαΐσσω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπᾱΐσσω''': Ἀττ. -ᾴσσω, ὁρμῶ [[ὑποκάτω]] τινός, μετ’ αἰτ., θρώσκων τις κατὰ [[κῦμα]] μέλαιναν φρῖχ’ ὑπαΐξει [[ἰχθὺς]] ([[ἔνθα]] τὸ ᾰ, ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑπαλύξει) Ἰλ. Φ. 126· [[οὕτως]], ὑπὸ φρικὸς ἀναπάλλεται Ψ. 692. ΙΙ. ὁρμῶ κάτωθέν τινος, [[μετὰ]] γεν., βωμοῦ ὑπαΐξας Β. 310. ΙΙΙ. ἀπολ., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν Σοφ. Αἴ. 301.
|lstext='''ὑπᾱΐσσω''': Ἀττ. -ᾴσσω, ὁρμῶ [[ὑποκάτω]] τινός, μετ’ αἰτ., θρώσκων τις κατὰ [[κῦμα]] μέλαιναν φρῖχ’ ὑπαΐξει [[ἰχθὺς]] ([[ἔνθα]] τὸ ᾰ, ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑπαλύξει) Ἰλ. Φ. 126· [[οὕτως]], ὑπὸ φρικὸς ἀναπάλλεται Ψ. 692. ΙΙ. ὁρμῶ κάτωθέν τινος, [[μετὰ]] γεν., βωμοῦ ὑπαΐξας Β. 310. ΙΙΙ. ἀπολ., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν Σοφ. Αἴ. 301.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’élancer sous, acc.;<br /><b>2</b> s’élancer de l’autel, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀΐσσω]].
}}
}}