ὑπαΐσσω

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾱΐσσω Medium diacritics: ὑπαΐσσω Low diacritics: υπαΐσσω Capitals: ΥΠΑΪΣΣΩ
Transliteration A: hypaḯssō Transliteration B: hypaissō Transliteration C: ypaisso Beta Code: u(pai/+ssw

English (LSJ)

Att. ὑπᾴσσω,
A dart beneath, c. acc., μέλαιναν φρῖχ' ὑπαΐξει (where ᾰ, v.l. ὑπαλύξει) Il.21.126.
II dart from under, c. gen., βωμοῦ ὑπαΐξας 2.310.
III abs., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν S.Aj.301 (v.l. ἀπαΐσσω).

German (Pape)

[Seite 1180] 1) darunter fahren, sich schnell darunter begeben, τί, ὑπαΐξει φρῖκα Il. 21, 126. – 2) darunter herausfahren, schnell darunter hervorkommen, βωμοῦ Il. 2, 310. – [Α ist Il. 21, 126, wie bei den Tragg. in der Regel kurz.]

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer sous, acc.;
2 s'élancer de l'autel, gén..
Étymologie: ὑπό, ἀΐσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾱΐσσω: атт. * ὑπᾴσσω выскакивать, выпрыгивать: ὑ. τινός Hom. вылезать из-под чего-л.; ὑπᾰΐξει (ᾰ!) φρῖκα Hom. (рыба) всплывет на поверхность.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾱΐσσω: Ἀττ. -ᾴσσω, ὁρμῶ ὑποκάτω τινός, μετ’ αἰτ., θρώσκων τις κατὰ κῦμα μέλαιναν φρῖχ’ ὑπαΐξει ἰχθὺς (ἔνθα τὸ ᾰ, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ὑπαλύξει) Ἰλ. Φ. 126· οὕτως, ὑπὸ φρικὸς ἀναπάλλεται Ψ. 692. ΙΙ. ὁρμῶ κάτωθέν τινος, μετὰ γεν., βωμοῦ ὑπαΐξας Β. 310. ΙΙΙ. ἀπολ., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν Σοφ. Αἴ. 301.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α
1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῖχ' ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.)
2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῦ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.)
3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐσσω «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

ὑπᾱΐσσω: Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω,
I. ορμώ κάτω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. ορμώ από κάτω, με γεν., στο ίδ.· επίσης, ὑπᾴξας διὰ θυρῶν, σε Σοφ.