καταφυσάω: Difference between revisions

2b
(6_5)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφῡσάω''': διὰ τοῦ φυσήματος [[ἐκχέω]], [[ἐξακοντίζω]], φυσῶν [[ῥαντίζω]], κ. τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ [[ἀλλά]], κ. τὸν θολόν, [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκχέω]] τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, [[αὐτόθι]] 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, [[ἐμπτύω]], κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.
|lstext='''καταφῡσάω''': διὰ τοῦ φυσήματος [[ἐκχέω]], [[ἐξακοντίζω]], φυσῶν [[ῥαντίζω]], κ. τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ [[ἀλλά]], κ. τὸν θολόν, [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκχέω]] τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, [[αὐτόθι]] 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, [[ἐμπτύω]], κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφῡσάω:''' обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ Arst.).
}}
}}