Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταφυσάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφῡσάω''': διὰ τοῦ φυσήματος [[ἐκχέω]], [[ἐξακοντίζω]], φυσῶν [[ῥαντίζω]], κ. τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ [[ἀλλά]], κ. τὸν θολόν, [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκχέω]] τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, [[αὐτόθι]] 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, [[ἐμπτύω]], κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.
|lstext='''καταφῡσάω''': διὰ τοῦ φυσήματος [[ἐκχέω]], [[ἐξακοντίζω]], φυσῶν [[ῥαντίζω]], κ. τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· [[ἀλλά]], κ. τὸν θολόν, [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκχέω]] τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, [[αὐτόθι]] 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, [[ἐμπτύω]], κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταφῡσάω:''' обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ Arst.).
|elrutext='''καταφῡσάω:''' обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ Arst.).
}}
}}