θανατώδης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰνᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. [[θανάσιμος]], [[θανατηφόρος]], ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.
|lstext='''θᾰνᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. [[θανάσιμος]], [[θανατηφόρος]], ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], -ωδης.
}}
}}