Anonymous

θανατώδης: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[θανατώδης]], -ῶδες (AM) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει τον θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θάνατο, ο [[θανατηφόρος]].
}}
}}