περινεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_7)
 
(32)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περινεφής''': -ές, [[πανταχόθεν]] κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, Ν. Χων. σ. 487, 19, ἔκδ. Β.
|lstext='''περινεφής''': -ές, [[πανταχόθεν]] κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, Ν. Χων. σ. 487, 19, ἔκδ. Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο [[περινέφελος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

περινεφής: -ές, πανταχόθεν κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, Ν. Χων. σ. 487, 19, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο περινέφελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νεφής (< νέφος)].