περινεφής

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek (Liddell-Scott)

περινεφής: -ές, πανταχόθεν κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, Ν. Χων. σ. 487, 19, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο περινέφελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νεφής (< νέφος)].