σφηκώδης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηκώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[σφηκοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς σφῆκα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 183 συμπεπιεσμένος κατὰ τὴν ὀσφὺν ὡς [[σφήξ]], Ἀριστοφ. Πλ. 561 κἑξ. ΙΙ. [[στίχος]] [[σφηκώδης]], [[στίχος]] [[ὅμοιος]] πρὸς σφῆκα, ἑλλιπὴς, δηλ. ὡς πρὸς τὸν χρόνον κατὰ τὸ [[μέσον]], Ἡφαιστ. 182, 23, ἴδε Buttm. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 60· οὕτω, τὸ σφηκοειδὲς Εὐστ. 641. 31.
|lstext='''σφηκώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[σφηκοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς σφῆκα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 183 συμπεπιεσμένος κατὰ τὴν ὀσφὺν ὡς [[σφήξ]], Ἀριστοφ. Πλ. 561 κἑξ. ΙΙ. [[στίχος]] [[σφηκώδης]], [[στίχος]] [[ὅμοιος]] πρὸς σφῆκα, ἑλλιπὴς, δηλ. ὡς πρὸς τὸν χρόνον κατὰ τὸ [[μέσον]], Ἡφαιστ. 182, 23, ἴδε Buttm. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 60· οὕτω, τὸ σφηκοειδὲς Εὐστ. 641. 31.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]], -ωδης.
}}
}}