Anonymous

σφηκώδης: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπιεσμένη [[μέση]] όπως η [[σφήκα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στίχος]] [[σφηκώδης]]»<br /><b>(μετρ.)</b> [[στίχος]] [[ελλιπής]] ως [[προς]] τον χρόνο στο [[μέσον]] («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ' ἔνδειαν [[ἤτοι]] ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές λέγεται κατὰ μεταφορὰν τὴν ἐκ τῶν σφηκῶν», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}