ἁγιοφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_8)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγιοφανής''': -ές, ὁ, ὁ φαινόμενος (ὁ ὢν) [[ἅγιος]], Εὐστ. Ἀντ. 621Α (πρβλ. [[ἀξιοφανής]]).
|lstext='''ἁγιοφανής''': -ές, ὁ, ὁ φαινόμενος (ὁ ὢν) [[ἅγιος]], Εὐστ. Ἀντ. 621Α (πρβλ. [[ἀξιοφανής]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[santo]] Eust.Ant.<i>Engast</i>.170.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιοφανής: -ές, ὁ, ὁ φαινόμενος (ὁ ὢν) ἅγιος, Εὐστ. Ἀντ. 621Α (πρβλ. ἀξιοφανής).

Spanish (DGE)

-ές santo Eust.Ant.Engast.170.