Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐθένεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]].
|lstext='''εὐθένεια''': ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε [[εὐθηνία]], [[εὐθηνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐθένεια]] και [[εὐθενία]], ή (ΑΜ) [[ευθενής]]<br />[[αφθονία]], [[ευημερία]], [[ευτυχία]] («[[εὐθένεια]] κτημάτων καὶ σωμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]]<br /><b>2.</b> καλή [[φυσική]], σωματική [[κατάσταση]], [[ευρωστία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐθενείας [[ἔπαρχος]]» — [[επιμελητής]] που φροντίζει για τον επισιτισμό τών [[πόλεων]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθένεια Medium diacritics: εὐθένεια Low diacritics: ευθένεια Capitals: ΕΥΘΕΝΕΙΑ
Transliteration A: euthéneia Transliteration B: eutheneia Transliteration C: eftheneia Beta Code: eu)qe/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A supply, provisioning, ὀμνύω . . ἔχειν παρ' ἐμαυτῷ χοίρους . . εἰς τὴν εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς . . πόλεως BGU 649.16 (ii A.D.); εἰς εὐθένειαν τῶν . . στρατιωτῶν . . οἴνου ξέστας ib.974.6 (iv A.D.), cf. PGoodsp.Cair.11.5 (iv A.D.), POxy.1412.6 (iii A.D.), 1261.7 (iv A.D.), PLond.3.1245.5 (iv A.D.); πᾶσαν εὐθένειαν supplies of all kinds, POxy.1252v. 14 (iii A.D., but εὐθηνιαρχικός ib.17); [ᾠὰ] πρὸς διάπρασιν καὶ εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς . . πόλεως ib.83.11 (iv A.D.), cf. PSI 4.309 (iv A.D.); ἐραυνηταῖς εὐθεν [ίας] PFay.104.18 (iii A.D.); ἐπὶ τῶν μερισμῶν τῶν σπερμάτων καὶ τῆς εὐθενίας PTeb.397.19 (ii A.D., but κοσμητεύσας εὐθηνίας ib. 15,28); εὐθενίας ἔπαρχος, = Lat. praefectus annonae, IG14.1072 (Rome, ii A.D.); εὐθενείας ἔ. ib.917 (iii A.D.).    II welfare, prosperity, abundance, Poll.9.160; gloss on εὔσοια, Sch.S.OC390, v.l. in Arist. Rh.1360b16, HA602a15, al.; good physical condition, τοῦ σκήνεος εὐθένεια cj. for εὐσθ- in Democr.57.

German (Pape)

[Seite 1068] -θενέω, -θενής, s. εὐθήνεια, -θηνέω, -θηνής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθένεια: ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε εὐθηνία, εὐθηνέω.

Greek Monolingual

εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) ευθενής
αφθονία, ευημερία, ευτυχίαεὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.