εὐθένεια
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
ἡ,
A supply, provisioning, ὀμνύω… ἔχειν παρ' ἐμαυτῷ χοίρους… εἰς τὴν εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς… πόλεως BGU 649.16 (ii A.D.); εἰς εὐθένειαν τῶν… στρατιωτῶν… οἴνου ξέστας ib.974.6 (iv A.D.), cf. PGoodsp.Cair.11.5 (iv A.D.), POxy.1412.6 (iii A.D.), 1261.7 (iv A.D.), PLond.3.1245.5 (iv A.D.); πᾶσαν εὐθένειαν supplies of all kinds, POxy.1252v. 14 (iii A.D., but εὐθηνιαρχικός ib.17); [ᾠὰ] πρὸς διάπρασιν καὶ εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς… πόλεως ib.83.11 (iv A.D.), cf. PSI 4.309 (iv A.D.); ἐραυνηταῖς εὐθεν [ίας] PFay.104.18 (iii A.D.); ἐπὶ τῶν μερισμῶν τῶν σπερμάτων καὶ τῆς εὐθενίας PTeb.397.19 (ii A.D., but κοσμητεύσας εὐθηνίας ib. 15,28); εὐθενίας ἔπαρχος, = Lat. praefectus annonae, IG14.1072 (Rome, ii A.D.); εὐθενείας ἔ. ib.917 (iii A.D.).
II welfare, prosperity, abundance, Poll.9.160; Glossaria on εὔσοια, Sch.S.OC390, v.l. in Arist. Rh.1360b16, HA602a15, al.; good physical condition, τοῦ σκήνεος εὐθένεια cj. for εὐσθ- in Democr.57.
German (Pape)
[Seite 1068] -θενέω, -θενής, s. εὐθήνεια, -θηνέω, -θηνής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθένεια: ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε εὐθηνία, εὐθηνέω.
Greek Monolingual
εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) ευθενής
αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.