ζυγητή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(6_10)
 
(16)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζυγητή''': ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ.
|lstext='''ζυγητή''': ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζυγητή]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[κλείς]]», το [[κλειδί]].
}}
}}

Latest revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζυγητή: ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζυγητή, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ κλείς», το κλειδί.