τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
ζυγητή: ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ.
ζυγητή, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἡ κλείς», το κλειδί.