σφίδη: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
(6_9)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφίδη''': ἡ, = [[χορδή]], (πρβλ. Λατιν. fides), Ἡσύχ.· πληθ. σφίδες, «χορδαὶ μαγειρικαὶ» ὁ αὐτ.
|lstext='''σφίδη''': ἡ, = [[χορδή]], (πρβλ. Λατιν. fides), Ἡσύχ.· πληθ. σφίδες, «χορδαὶ μαγειρικαὶ» ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χορδή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σφίδες]]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σφίδη: ἡ, = χορδή, (πρβλ. Λατιν. fides), Ἡσύχ.· πληθ. σφίδες, «χορδαὶ μαγειρικαὶ» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χορδή».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σφίδες].