σφίδες
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
χορδαὶ μαγειρικαί, Hsch. σφίδη· χορδή, Id. (Hence Lat. fides is perhaps borrowed.)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χορδαὶ μαγειρικαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σφίδες και σφίδη συνδέονται με το λατ. fides, -is «χορδή» και αποτελούν πιθ. παράλληλα δάνεια από γλώσσα μη ινδοευρωπαϊκή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: χορδαὶ μαγειρικαί H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Reminds of Lat. fides cords of a lyre, cf. Ernout-Meillet s.v. From the same Mediterr. language.