3,258,246
edits
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῑλότης''': -ητος, ἡ, [[γυμνότης]], ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) [[φαλακρότης]], ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― [[λειότης]], ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ [[τραχύτης]], [[αὐτόθι]] 979Α· τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ [[ἔλλειψις]] δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν [[πνεῦμα]], spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10. | |lstext='''ψῑλότης''': -ητος, ἡ, [[γυμνότης]], ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) [[φαλακρότης]], ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― [[λειότης]], ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ [[τραχύτης]], [[αὐτόθι]] 979Α· τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ [[ἔλλειψις]] δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν [[πνεῦμα]], spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ότητος (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de cheveux, calvitie ; manque de barbe;<br /><b>2</b> nudité d’une plaine <i>ou</i> d’un champ sans arbres;<br /><b>3</b> peau lisse ; <i>en gén.</i> surface lisse.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]]. | |||
}} | }} |