3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδιώκω''': μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), [[ἀποδιώκω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἐξορίζω]], ὁ [[δῆμος]] … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10. | |lstext='''ἐκδιώκω''': μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), [[ἀποδιώκω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἐξορίζω]], ὁ [[δῆμος]] … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=chasser de, exiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διώκω]]. | |||
}} | }} |