Anonymous

ἐκδιώκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδιώκω''': μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), [[ἀποδιώκω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἐξορίζω]], ὁ [[δῆμος]] … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10.
|lstext='''ἐκδιώκω''': μέλλ. -διώξομαι (μεταγ. -ξω), [[ἀποδιώκω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἐξορίζω]], ὁ [[δῆμος]] … ἐξεδίωξε τοὺς δυνατοὺς Θουκ 1. 24· ἐκδιώκουσι τοὺς ἑαυτῶν νεοττοὺς ἐκ τοῦ τόπου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31, 1· τῆς οἰκίας Λουκ. Τίμ 10.
}}
{{bailly
|btext=chasser de, exiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διώκω]].
}}
}}