3,276,932
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, [[μεταβάλλω]] παντελῶς, [[χόλος]] δὲ ἐμπεσὼν ... εἰς αὐτὸν ὅλον παρήμειψε καὶ τῶν φρενῶν ἔξω κατέστησε Ἀλκίφρων 3.40. ΙΙ. - Μέσ., ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], μετ’ αἰτ. τόπου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 660, Πλουτ. Μάρ. 18, κτλ.· - ἐπὶ ποταμοῦ, περνῶ πλησίν μέρους τινός, π. τοὺς τόπους Ἄννα Κομν. 1. 40, 8· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὰς πηγὰς Πλουτ. Πομπ. 32)· [[παρέρχομαι]], τῶν βαρβάρων τὴν τάξιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 39. 2) [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], [[ὑπερβάλλω]], σοφίᾳ σοφίαν Σοφ. Ο. Τ. 504· πρβλ. [[παραμένω]]. ΙΙΙ. [[διέρχομαι]], βίον Ἀνθ. Π. 8. 181. - Σπάν. ἐν τῷ ἐνεργ. Β. Μέσ., πορευμόμενος [[παρέρχομαι]], ἀφίνω, τὸν παραμειψάμενος, «παρελθὼν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 310 παρημείβοντο Μαλείαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 409 παραμείβεσθαι ἔθνεα πολλὰ Ἡρόδ. 1. 94· [[πόλις]] τάσδε ὁ αὐτ. 7. 109, κτλ.· [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 130· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμῶν παραρρεόντων τόπον τινά, Ἡρόδ. 1.72, 75· - [[ἀλλά]], πύλας παραμείψεται, θὰ διέλθῃ διὰ τῶν πυλῶν, Θέογν. 709. 2) διηγούμενος [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]], δὲν [[μνημονεύω]], Λατ. praetermitto, Ἡρόδ. 2. 102. 3) ὑπερτερῶ κατὰ τὴν ταχύτητα, «ξεπερνῶ», Λατ. praevertere, καὶ θαλασσαῖον παραμείβεται δελφῖνα Πινδ. Π. 2. 93· μή τίς σε λάθῃ .. ὄχοις παραμειψαμένη Εὐρ. Ι. Α. 146. 4) ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 407· ἴδε Α ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς μεταβατ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ παρεκκλίνῃ, νὰ παρεκτραπῇ, θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; πρὸς τίνα ἀλλοτρίαν ἄκραν κάμνεις νὰ παρεκκλίνῃ ὁ [[πλοῦς]] μου, ὦ θυμέ, κατὰ μεταφορὰν [[ἀντί]], διὰ τί διηγεῖσαι νῦν τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ Ἡρακλέους ἐάσας τὰ τῶν Αἰακιδῶν; Πινδ. Ν. 3. 47· πρβλ. [[παραμεύομαι]]. | |lstext='''παρᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, [[μεταβάλλω]] παντελῶς, [[χόλος]] δὲ ἐμπεσὼν ... εἰς αὐτὸν ὅλον παρήμειψε καὶ τῶν φρενῶν ἔξω κατέστησε Ἀλκίφρων 3.40. ΙΙ. - Μέσ., ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], μετ’ αἰτ. τόπου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 660, Πλουτ. Μάρ. 18, κτλ.· - ἐπὶ ποταμοῦ, περνῶ πλησίν μέρους τινός, π. τοὺς τόπους Ἄννα Κομν. 1. 40, 8· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὰς πηγὰς Πλουτ. Πομπ. 32)· [[παρέρχομαι]], τῶν βαρβάρων τὴν τάξιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 39. 2) [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], [[ὑπερβάλλω]], σοφίᾳ σοφίαν Σοφ. Ο. Τ. 504· πρβλ. [[παραμένω]]. ΙΙΙ. [[διέρχομαι]], βίον Ἀνθ. Π. 8. 181. - Σπάν. ἐν τῷ ἐνεργ. Β. Μέσ., πορευμόμενος [[παρέρχομαι]], ἀφίνω, τὸν παραμειψάμενος, «παρελθὼν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 310 παρημείβοντο Μαλείαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 409 παραμείβεσθαι ἔθνεα πολλὰ Ἡρόδ. 1. 94· [[πόλις]] τάσδε ὁ αὐτ. 7. 109, κτλ.· [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 130· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμῶν παραρρεόντων τόπον τινά, Ἡρόδ. 1.72, 75· - [[ἀλλά]], πύλας παραμείψεται, θὰ διέλθῃ διὰ τῶν πυλῶν, Θέογν. 709. 2) διηγούμενος [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]], δὲν [[μνημονεύω]], Λατ. praetermitto, Ἡρόδ. 2. 102. 3) ὑπερτερῶ κατὰ τὴν ταχύτητα, «ξεπερνῶ», Λατ. praevertere, καὶ θαλασσαῖον παραμείβεται δελφῖνα Πινδ. Π. 2. 93· μή τίς σε λάθῃ .. ὄχοις παραμειψαμένη Εὐρ. Ι. Α. 146. 4) ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 407· ἴδε Α ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς μεταβατ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ παρεκκλίνῃ, νὰ παρεκτραπῇ, θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; πρὸς τίνα ἀλλοτρίαν ἄκραν κάμνεις νὰ παρεκκλίνῃ ὁ [[πλοῦς]] μου, ὦ θυμέ, κατὰ μεταφορὰν [[ἀντί]], διὰ τί διηγεῖσαι νῦν τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ Ἡρακλέους ἐάσας τὰ τῶν Αἰακιδῶν; Πινδ. Ν. 3. 47· πρβλ. [[παραμεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=passer le long de <i>ou</i> devant, acc. ; <i>fig.</i> dépasser, surpasser, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραμείβομαι passer le long de <i>ou</i> devant, acc. ; <i>fig.</i> omettre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀμείβω]]. | |||
}} | }} |